- αεροπιάνομαι
- 1. προσβάλλομαι από ψυχρό ρεύμα αέρα, από το οποίο παθαίνω δυσκαμψία, «πιάνεται» κάποιο μέλος τού σώματός μου2. πιάνομαι από τον αέρα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι μη στερεό3. στερούμαι επιχειρημάτων, δεν έχω σταθερή βάση για τα λεγόμενά μου.
Dictionary of Greek. 2013.